εξαγόραση

εξαγόραση
[-ις (-εως)] η см. εξαγορά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εξαγόραση" в других словарях:

  • εξαγόραση — η (AM ἐξαγόρασις) [εξαγοράζω] 1. απελευθέρωση με την καταβολή λύτρων 2. λύτρωση, απολύτρωση …   Dictionary of Greek

  • εξαγόραση — η η εξαγορά (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαγοράσῃ — ἐξαγοράζω aor subj mid 2nd sg ἐξαγοράζω aor subj act 3rd sg ἐξαγοράζω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξαγοράσηι — ἐξαγοράσῃ , ἐξαγοράζω aor subj mid 2nd sg ἐξαγοράσῃ , ἐξαγοράζω aor subj act 3rd sg ἐξαγοράσῃ , ἐξαγοράζω fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»